- δακρυσίστακτος
- δακρυσίστακτος, -ον (Α)1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακταμε πολλά δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί-δουπος, ναυσί-θοος, ορεσί-τροφος, χερσι-δάμας).
Dictionary of Greek. 2013.